- μεγαλειωτός
- μεγᾰλει-ωτός, ή, όν,A amplified, of compound words, prob. in Arist.Po.1457a35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλειωτός — μεγαλειωτός, ή, όν (Α) (για σύνθετα) αυτός που έγινε μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεγαλειῶ] … Dictionary of Greek